- ΑΡΧΙΚΗ
- >
- BLOG
ΙΑΤΡΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δημητριάδης Ιωάννης
Καρκίνος ως γενετική ασθένεια
Έως σήμερα έχουν υπάρξει αρκετές, διαφορετικές μεταξύ τους, προσεγγίσεις για την ασθένεια αυτή, οι οποίες αντανακλούν το επίπεδο της εξέλιξης των γνώσεών μας σχετικά με τη νόσο.
Αρχικά, ο καρκίνος θεωρήθηκε μια ασθένεια του ιστού ή του οργάνου στο οποίο εντοπιζόταν, στη συνέχεια μια κυτταρική ασθένεια και σήμερα θεωρείται ως γενετική ασθένεια. Το τελευταίο τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι τα κύτταρα όλων των όγκων φέρουν γενετικές ανωμαλίες (μεταλλάξεις). Αυτό δηλαδή που τελικά «πάσχει» είναι το γενετικό υλικό. Σήμερα είναι σαφές ότι οι μεταλλάξεις είναι αυτές που καθορίζουν τη γένεση και την εξέλιξή του. Η παρατήρηση αυτή έχει πλήρως πιστοποιηθεί και σε πειραματικά μοντέλα καρκινογένεσης. Δηλαδή, η τεχνητή πρόκληση μεταλλάξεων σε πειραματόζωα οδήγησε στην καρκινική εξαλλαγή.
Ιστορικά, πρώτος ο παθολογοανατόμος Von Hanseman πρότεινε την άποψη ότι το γενετικό υλικό των καρκινικών κυττάρων σχετίζεται με την καρκινογένεση, όταν παρατήρησε πυρηνικές και μιτωτικές ανωμαλίες σε ιστολογικά παρασκευάσματα όγκων. Το 1914 ο Theodor Boveri διατύπωσε τη θεωρία της σωματικής μετάλλαξης του καρκίνου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία ο όγκος είναι αποτέλεσμα μιας γενετικής βλάβης την οποία μεταβιβάζει και στα κύτταρα απογόνους του. Σήμερα η θεωρία του Boveri έχει πλήρως αποδειχθεί. Η βασική κλινική παρατήρηση ότι «ο καρκίνος είναι νόσος πολυσταδιακή και πολυπαραγοντική» έχει όχι μόνο πιστοποιηθεί σε γενετικό επίπεδο, αλλά και ερμηνευθεί. Πράγματι, σήμερα γνωρίζουμε ότι η διαδικασία της καρκινογένεσης οφείλεται στην σταδιακή διαδοχική συσσώρευση μεταλλάξεων του γενετικού υλικού, η οποία προκαλείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αυτές οι μεταλλάξεις είναι υπεύθυνες για αλλαγές στη ρύθμιση του πολλαπλασιασμού και του αποπτωτικού μηχανισμού των καρκινικών κυττάρων. Αν και δεν είναι γνωστή η διαδικασία της ογκογένεσης για όλους τους καρκίνους, εν τούτοις για ορισμένους από αυτούς γνωρίζουμε τη σχέση τους με συγκεκριμένες μεταλλάξεις. Ένα τεκμηριωμένο παράδειγμα είναι αυτό της καρκινογένεσης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Οι Fearon ER και Vogelstein B πρότειναν πριν από μερικά χρόνια ένα μοντέλο καρκινογένεσης αυτού του όγκου που τροποποιήθηκε και από άλλους επιστήμονες. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η μετάβαση από το ομαλό επιθήλιο στο αδένωμα και τελικά στο καρκίνωμα προκαλείται από μια αλληλουχία γενετικών αλλαγών των γονιδίων APC, K-RAS, DCC, P53.
Ο Weinberg και οι συνεργάτες του κατάφεραν να μετατρέψουν ομαλά ανθρώπινα κύτταρα σε καρκινικά μέσα σε καλλιεργητικές φιάλες με συνδυασμό γενετικών αλλαγών. Η κατανόηση του πολυγονιδιακού χαρακτήρα του καρκίνου, της μακρόχρονης πορείας, η οποία διανύεται και της σχέσης των περιβαλλοντικών παραγόντων (εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος του οργανισμού) φωτίζει τώρα μεταξύ των άλλων και μια ειδική, αλλά ταυτόχρονα σημαντική κατηγορία όγκων, αυτήν του κληρονομούμενου καρκίνου με σημαντικές συνέπειες για την αντιμετώπισή του.
Ο κληρονομούμενος καρκίνος αν και αποτελεί αριθμητικά ένα μικρό ποσοστό του συνόλου του καρκίνου, περίπου 8 – 10%, εντούτοις παρουσιάζει ένα τεράστιο ενδιαφέρον τόσο από θεωρητική πλευρά, όσο και πρακτική υπό την έννοια της λεγόμενης ασυμπτωματικής διάγνωσης. Αν και το ζήτημα αυτό είναι τεράστιο, δύο τουλάχιστον σημεία είναι πολύ βασικά, τα οποία άλλωστε στην ουσία αποτελούν και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ σποραδικού και κληρονομούμενου καρκίνου. Το πρώτο αφορά το αντικείμενο της κληρονομικότητας. Αυτό που κληρονομείται δεν είναι ο καρκίνος, αλλά η προδιάθεση ή ευαισθησία στον καρκίνο και πρέπει να υπογραμμισθεί. Γιατί αυτό που μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά είναι μόνο μια μετάλλαξη σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο πχ στο BRCA1 ή 2 στον καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών. Μια μετάλλαξη όμως αναφέρθηκε ότι από μόνη της δεν προκαλεί καρκίνο, αλλά είναι απαραίτητες και άλλες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχει προδιάθεση, υπό την έννοια ότι το γενετικό υλικό είναι ήδη εκ γενετής επιβεβαρημένο και επομένως ο φορέας μιας μετάλλαξης πολύ συντομότερα, από κάποιον άλλο που εκτίθεται σε παρόμοιους περιβαλλοντικούς παράγοντες μπορεί να αναπτύξει καρκίνο. Ο φορέας λοιπόν, μιας κληρονομούμενης μετάλλαξης είναι ένα πιο ευαίσθητο άτομο για την απόκτηση καρκίνου.
Μια άλλη σημαντική διαφορά του κληρονομικού καρκίνου από τον σποραδικό είναι ότι η πρώτη, η εναρκτήρια μετάλλαξη, εφόσον κληρονομείται, από τα κύτταρα της γεννητικής σειράς μέσω του γονιμοποιημένου ωαρίου, κατά τη διαδικασία της εμβρυογένεσης διαχέεται σε όλο τον οργανισμό και επομένως υπάρχει σε όλα τα κύτταρά του, ενώ στο σποραδικό καρκίνο όλες οι γενετικές βλάβες περιορίζονται στο παρέγχυμα του όγκου.